- περπατάω
- шета (cе)
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
περπατάω — / περπατώ, περπάτησα, περπατημένος βλ. πίν. 58 Σημειώσεις: περπατάω : η μτχ. περπατημένος απαντάται κυρίως με την ειδική έννοια → αυτός που έχει πολλές σεξουαλικές σχέσεις ή γενικότερα εμπειρίες … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
περπατώ — περπατάω / περπατώ, περπάτησα, περπατημένος βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
περπατώ — και περπατάω Ν βλ. περιπατώ … Dictionary of Greek
βραδύνω — βραδύνω, βράδυνα βλ. πίν. 48 Σημειώσεις: βραδύνω : χωρίς παθητική φωνή, κυρίως με την έννοια κινούμαι, ενεργώ αργά. Απαντάται όμως και η έκφραση βραδύνω το βήμα (→ αρχίζω να περπατάω αργά) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σειέμαι — 1 → δες σείω 2 σείστηκα βλ. πίν. 203 Σημειώσεις: σειέμαι : στις εκφρ. σειέμαι και λυγιέμαι και σεινάμενη κουνάμενη έχει την ειδική έννοια → περπατάω καμαρωτά … Τα ρήματα της νέας ελληνικής